παγοποιητικός

παγοποιητικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την κατασκευή του τεχνητού πάγου: Παγοποιητικές εγκαταστάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παγοποιητικός — ή, ό [παγοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοποιία ή στον παγοποιό 2. αυτός με τον οποίο γίνεται ο πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”